Γιάννης Σαμαρτζής: Η χώρα μας υστερεί στον τομέα των παραγωγικών επενδύσεων

Γιάννης Σαμαρτζής: Η χώρα μας υστερεί στον τομέα των παραγωγικών επενδύσεων

Γιάννης Σαμαρτζής: Η χώρα μας υστερεί στον τομέα των παραγωγικών επενδύσεων

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 732 ΦΟΡΕΣ

Γράφει o Γιάννης Σαμαρτζής
Οικονομολόγος

Ο ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), κατά τη διάρκεια του 2023, αναπτύχθηκε με επιβραδυνόμενο - συγκριτικά με τα δύο προηγούμενα χρόνια - αλλά ικανοποιητικό ρυθμό, σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο της Ευρωζώνης.

Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές για το 2023 διαμορφώθηκε στο 2%, από 5,6% το 2022, δηλαδή τετραπλάσιος από τον ρυθμό των χωρών της Ευρωζώνης, που κυμάνθηκε στο 0,5%.

Το ΑΕΠ, όπως είναι γνωστό, απαρτίζεται από την ιδιωτική κατανάλωση, την ιδιωτική επένδυση, τις κρατικές δαπάνες και τις εξαγωγές, μείον τις εισαγωγές, οι οποίες διαμορφώνουν το έλλειμμα ή το πλεόνασμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών.

Επομένως, τα μεγέθη αυτά αποτελούν τις συνιστώσες του ΑΕΠ, και όσο αυτές μεγεθύνονται, συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και, συνεπώς, στην αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών.

Θετικά στη μεγέθυνση της οικονομίας συνέβαλαν τα τελευταία χρόνια και οι τρεις συνιστώσες, δηλαδή οι εξαγωγές, η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις, οι οποίες αυξήθηκαν ιδιαίτερα στον κλάδο των κατοικιών.

Σύμφωνα με την έκθεση της αρμόδιας διεύθυνσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν), η Ελλάδα έχει κάνει πολλά βήματα στο δημοσιονομικό πεδίο και ειδικότερα στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, τη μείωση του χρέους και την προώθηση βασικών μεταρρυθμίσεων.

Ωστόσο, τα χρόνια προβλήματα της ελληνικής οικονομίας εμποδίζουν την αύξηση παραγωγικών επενδύσεων και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, ώστε να κλείσει ακόμη το υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Αυτό τονίζει μεταξύ άλλων η έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Θεμάτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις πάγιες διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας.

Τονίζει, ακόμη, η έκθεση, ότι η Ελλάδα πάσχει σοβαρά από χαμηλή παραγωγικότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα τής οικονομίας, κυρίως, λόγω της μεγάλης υποχώρησης των επενδύσεων κατά τα χρόνια της πολυετούς οικονομικής κρίσης.

Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων από το 34% του ΑΕΠ το 2008 έφτασαν στο 13,4% του ΑΕΠ το 2019 και στο 15% του ΑΕΠ το 2022, παραμένοντας ωστόσο περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον κοινοτικό μέσο όρο.

Ένας πολύ βασικός ανασταλτικός παράγοντας νέων επενδύσεων παραμένει το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι επιχειρήσεις δανείστηκαν υπερβολικά για να επιβιώσουν, έχοντας σήμερα έναν από τους υψηλότερους δείκτες δανεισμού, ως ποσοστό των κερδών τους.

Οι χαμηλές παραγωγικές επενδύσεις στην οικονομία, σύμφωνα με την έκθεση, οφείλονται κατ’ αρχάς στη διάρθρωση της ελληνικής αγοράς, η οποία χαρακτηρίζεται από την επικράτηση του τομέα των υπηρεσιών χαμηλής τεχνολογίας, η οποία είναι συνήθως εντάσεως εργασίας, γεγονός που συνεπάγεται χαμηλότερες επενδυτικές ανάγκες.

Επιπλέον, ο επιχειρηματικός τομέας κυριαρχείται από μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες φτάνουν το 85% του συνόλου. Οι επιχειρήσεις αυτές, τείνουν να αποστρέφονται τον κίνδυνο και, κατά συνέπεια, είναι πιο απρόθυμες να αυξήσουν τις δραστηριότητές τους.

Ωστόσο οι επενδύσεις έχουν αυξηθεί από τα 24 δισ. ευρώ το 2021 - την πρώτη χρονιά μετά το τέλος της πανδημίας - στα 30-31 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2023. Αυτό σημαίνει ότι, οι επενδύσεις από το 12% του ΑΕΠ που ήταν το 2021 έφτασαν στο 15% του ΑΕΠ το 2023, ενώ στον μέσο όρο των κρατών-μελών της Ε.Ε. οι επενδύσεις βρίσκονται στο 24,5% του ΑΕΠ.

Για να υπάρχει μια σαφής εικόνα, θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι οι επενδύσεις την τριετία 2021-2023 έχουν αυξηθεί σωρευτικά κατά 16%, ενω φέτος, το 2024, αναμένεται η αύξηση των επενδύσεων κατά 15,7%.

Οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων αναμένεται να φτάσουν τα 12,1 δισ. ευρώ, ενώ μαζί με τα ιδιωτικά κεφάλαια που θα κινητοποιηθούν, κυρίως μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, αναμένεται να ξεπεράσουν τα 35 δισ. ευρώ.

Όμως, περίπου, το 90% των επενδύσεων προς την ελληνική οικονομία αφορά τοποθετήσεις σε χρηματοοικονομικά προϊόντα (μετοχές, ομόλογα), εξαγορές μετοχών από ελληνικές επιχειρήσεις, καθώς και επενδύσεις σε κατοικίες.

Ο κατασκευαστικός τομέας - που υπήρξε ένας σημαντικός μοχλός ανάπτυξης πριν από την κρίση - έχει σχεδόν αφανιστεί. Οι επενδύσεις σε κατοικίες που (από οικονομικής άποψης ανήκουν στις καταναλωτικές δαπάνες) αντιπροσώπευαν το 2008 πάνω από το 10% του ΑΕΠ, έχουν βυθιστεί στο 2%, ποσοστό που αποτελεί το χαμηλότερο μερίδιο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης.

Ένας άλλος παράγοντας που κρατά τις επιχειρηματικές επενδύσεις σε χαμηλά επίπεδα, είναι και αυτός της χαμηλής αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα. Όπως αναφέρεται, οι καθαρές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ήταν κατά μέσο όρο -2,7% του ΑΕΠ την περίοδο 2017-2022, πολύ κάτω από τους μέσους δείκτες που καταγράφηκαν στη ζώνη του ευρώ (3,6%) και στην ΕΕ (2,9%) την ίδια περίοδο.

Ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο η εικόνα των αποταμιεύσεων στη χώρα μας είναι ασαφής, είναι και το μεγάλο μέγεθος της «σκιώδους οικονομίας» («μαύρης» οικονομίας), που σύμφωνα με διάφορες μετρήσεις υπολογίζεται στο 20,9% του ΑΕΠ. Στην Ευρώπη το ποσοστό της «μαύρης» οικονομίας κυμαίνεται μεταξύ 5% και 20%, ανάλογα με τη χώρα.

Η επίδραση του «μαύρου» χρήματος φαίνεται και από το γεγονός ότι, ενώ οι αποταμιεύσεις βρίσκονται χαμηλά, καταγράφονται υψηλοί ρυθμοί αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Όπως τονίζεται στην έκθεση, παρά τα άλματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, η απόσταση για τον στόχο της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας είναι μεγάλη.

Η αλήθεια είναι ότι η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, δηλαδή η παραγωγή του μεγαλύτερου μέρους του ΑΕΠ από επενδύσεις και εξαγωγές, είναι μια δύσκολη υπόθεση ακόμα και σε συνθήκες ομαλότητας.

Η ελληνική οικονομία, όπου το ΑΕΠ απαρτίζεται ακόμη σε ποσοστό 64% από τις δαπάνες κατανάλωσης βγαίνει, μετά από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, από την κατακόρυφη πτώση των επενδύσεων, από τη φυγή των καταθέσεων και από την πολύ υψηλή ανεργία.

Την εικόνα της απόστασης που θα πρέπει να διανύσει η χώρα για την αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ, το οποίο παράγεται από επενδύσεις και από εξαγωγές, δίνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο δημοσιεύει η Τράπεζα της Ελλάδος.

Ένα από τα «τρωτά» σημεία της ελληνικής οικονομίας, εξακολουθεί να είναι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, παρά την αισθητή βελτίωσή του πέρυσι (κυρίως λόγω της υποχώρησης των τιμών της ενέργειας) στο 6,4% του ΑΕΠ από 10,3% το 2022.

Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, παρά την αύξησή τους κατά 1%, έφτασαν τα 37,36 δισ. ευρώ, ενώ οι εισαγωγές το ίδιο διάστημα έφτασαν τα 61,26 δισ. ευρώ.

Οι εξαγωγές, παρά την αύξησή τους ως αξία κατά 45% τα τελευταία τρία χρόνια, παραμένουν «αρνητικές» για το ΑΕΠ, αφού είναι περισσότερα τα χρήματα που φεύγουν από τις εισαγωγές, από αυτά που μπαίνουν στην οικονομία από τις εξαγωγές. Ο λόγος εισαγωγών-εξαγωγών που είναι περίπου 2 προς 1, δείχνει τη χαμηλή παραγωγική βάση της οικονομίας.

Η μεγάλη, αυτή, αύξηση των εισαγωγών τα τελευταία χρόνια, συνέβαλε αρνητικά στην παραπάνω αυξητική μεταβολή του ΑΕΠ,

Ωστόσο, η καθαρή επενδυτική θέση της χώρας μας, η οποία απεικονίζει τις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις μας προς τρίτους, βελτιώθηκε το 2023, αν και παραμένει η χαμηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κοντολογίς, για να υπάρξει μια ολοκληρωμένη εικόνα της ελληνικής οικονομίας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά το ότι το ΑΕΠ της χώρας μας για την τριετία 2021-2023 έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 16%, η οικονομία μας είναι σήμερα, λόγω της οικονομικής κρίσης, περίπου 19% μικρότερη από ό,τι ήταν το 2007, ενώ η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της έχει αυξηθεί κατά 17%.

Στα συμπεράσματα της έκθεσης σημειώνεται ότι: «Η διατήρηση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και η έγκαιρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, παραμένουν κρίσιμοι παράγοντες για τη διασφάλιση της δομικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας».

Διαβάστε ακόμη

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους